- ακουστός
- –ή, -ό (Α ἀκουστός, -ή, -όν)αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοήνεοελλ.1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτιαρχ.(με άρν.) αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δυνατόν να ακουστεί, ο ανήκουστος.3. (Φυσ.) Ακουστός χαρακτηρίζεται ο ήχος που μπορεί να γίνει αντιληπτός από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί είναι οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται μεταξύ 0 και 120 περίπου ντεσιμπέλ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.ΠΑΡ. ἀκουστικόςνεοελλ.ακουστά, ακουστότητα].
Dictionary of Greek. 2013.